λωτός

λωτός
I
Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως καλλωπιστικό δέντρο εκτός από οπωροφόρο. Έχει μεγάλα, ωοειδή, οξύληκτα, δερματώδη φύλλα, τα οποία αποκτούν ένα κοκκινωπό χρώμα προτού πέσουν αργά το φθινόπωρο. Τα άνθη του είναι μικρά, με πρασινωπή, συμπέταλη στεφάνη, που φέρει τέσσερις πεταλοειδείς λοβούς· τα άνθη πολλών ποικιλιών είναι μόνο θήλεα, εξαιτίας αποβολής των άρρενων ανθικών οργάνων. Οι καρποί είναι ράγες, κυρίως υποσφαιρικοί, ελαφρά πιεσμένοι, με χρώμα που περιέχει τις αποχρώσεις από κιτρινοπορτοκαλί έως κόκκινο. Ωριμάζουν και χωρίς γονιμοποίηση και μερικές φορές είναι άσπερμοι, ιδιαίτερα στις βελτιωμένες ποικιλίες. Μένουν προσκολλημένοι στο δέντρο μέχρι τις πρώτες παγωνιές και ξεχωρίζουν τότε μεταξύ των γυμνών κλαδιών, ανθεκτικοί ακόμα και στους πιο δυνατούς ανέμους, καθώς είναι εφοδιασμένοι με ισχυρό ποδίσκο. Ο λ. προέρχεται από την Κίνα και την Ιαπωνία, όπου καλλιεργείται ευρύτατα από την αρχαιότητα. Όταν εισήχθη στην Ευρώπη περίπου πριν από έναν αιώνα, τον καλλιεργούσαν στους κήπους κυρίως ως καλλωπιστικό. Καλλιεργείται και στην Ελλάδα σε μικρή κλίμακα, ιδίως στην Κρήτη, στα Επτάνησα και στην Αττική.
Σε μερικές ποικιλίες, οι καρποί έχουν χυμώδη και γλυκιά σάρκα, γι’ αυτό και μπορούν να φαγωθούν αμέσως μόλις γίνει η συγκομιδή τους, ενώ σε άλλες ποικιλίες είναι σκληροί και στυφοί, επειδή περιέχουν άφθονη τανίνη στα κύτταρα της σάρκας τους. Για να ωριμάσουν πλήρως και να γίνει η σάρκα γλυκιά, διατηρούνται ορισμένο χρόνο σε αποθήκη.
Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες του λ. είναι πάρα πολλές. Ο πολλαπλασιασμός τους γίνεται πάντοτε με εμβολιασμό πάνω σε σποροδεντρύλλια των συγγενών ειδών Diospyrus lotus και Diospyrus virginiana, που παράγουν εδώδιμους αλλά μικρούς καρπούς, πλούσιους σε σπόρους.
Καρποί του λωτού· όταν ωριμάσουν, έχουν συνήθως πορτοκαλί χρώμα.
Δέντρο λωτού με ώριμους καρπούς.
II
(Lotus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λωτιδών. Χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Lotus corniculatus, που φυτρώνει στα λιβάδια, σε ελαφρά και δροσερά προσχωματικά εδάφη. Έχει όρθιο ή πεσμένο και ενίοτε κούφιο βλαστό. Τα άνθη του είναι κίτρινα και τα φύλλα του ωοειδή, προσαρμοσμένα στον βλαστό από το στενότερο άκρο του μίσχου. Ο Λινναίος ανακάλυψε ότι παίρνουν διαφορετικές θέσεις την ημέρα και τη νύχτα (ύπνος των φύλλων). Το είδος αυτό είναι γνωστό στην Ελλάδα με την ονομασία αγριοστροφύλι και φασουλάκι.
* * *
ο (Α λωτός)
νεοελλ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή
2. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών, που κανένα δεν κατατάσσεται από τους βοτανικούς στο γένος λωτός
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ειδών φυτών και θάμνων
2. ονομασία δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή τής Λιβύης, όπως ο θάμνος κελτίς η νότιος, από το σκληρό μαύρο ξύλο τού οποίου κατασκευάζονταν ανδριάντες και αυλοί
3. συνεκδ. ο αυλός
4. το θαμνώδες δένδρο ζίζυφος λωτός
5. σωληνοειδές όργανο που αποτελούσε μέρος τού ασιατικού μουσικού οργάνου νάβλος ή νάβλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ. αβέβαιης προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από το εβρ. lōt, το οποίο στη μετάφραση τών Εβδομήκοντα αποδίδεται με τη λ. στακτή «έλαιο που στάζει από διάφορα δέντρα» — η λ., επομένως, δήλωνε αρχικά ένα δέντρο από το οποίο εκκρίνεται λάδι, όπως είναι η μελικουκιά.
ΠΑΡ. αρχ. λωτόεις, λωτώ.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) λωτοειδής, λωτοφάγος
αρχ.
λωτοβοσκός, λωτομήτρα, λωτοτρόφος, λωτοφόρος
νεοελλ.
λωτόμηλα. (Β' συνθετικό) αρχ. μελίλωτος, μυρόλωτος, ξυλόλωτος, πικρόλωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λωτός — clover masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτός — ο είδος δέντρου και ο καρπός του, η μοσχοκερατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λωτοί — λωτός clover masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτούς — λωτός clover masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτέ — λωτός clover masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτῷ — λωτός clover masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωτόν — λωτός clover masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λώτινος — λώτινος, ίνη, ον (Α) [λωτός] 1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτός («λώτινον ξύλον», Θεόφρ.) 2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.) 3. ο κατάφυτος από… …   Dictionary of Greek

  • ДИМИТРИЙ ЛОТ ХИОССКИЙ — [Ϫημήτριος Λῶτος ὁ Χῖος] (ок. 1733 после 1811), протопсалт Смирнской митрополии (1768 1788), мелург и кодикограф. Происходил с о ва Хиос. Выполненные Д. Л. Х. с высоким художественным вкусом рукописи отражают певч. традицию Смирны (совр. Измир,… …   Православная энциклопедия

  • лата — I лата I. кровельная планка , латвина – то же, латвить обивать планками , укр. лата, латва, блр. лата, латвiна, чеш. lаt᾽, род. п. lati, диал. lаtа, польск. ɫаtа планка, дранка , в. луж. ɫаtа. Заимств. через чеш., польск. из ср. в. н. latte, д. в …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”